Site menu |
|
|
Login form |
|
|
News calendar |
« November 2024 » | Su | Mo | Tu | We | Th | Fr | Sa | | | | | | 1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14 | 15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21 | 22 | 23 | 24 | 25 | 26 | 27 | 28 | 29 | 30 |
|
|
Search |
|
|
Site friends |
|
|
Statistics |
Total online: 1 Guests: 1 Users: 0 |
|
Our poll |
|
|
|
| | |
| Α | Αβάντι = εμπρός Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα Αβαρία = ζημιά Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας Αβεντόρος = πελάτης Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία Αβουκάτος = δικηγόρος Αγάλια = σιγά, σιγά Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική Αγγειό =δοχείο Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω Αγιούτο = βοήθεια Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο ) Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία Αγλοιά = αλίμονο Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά Ακοπανιά = σε μια στιγμή Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά Άκωλη = η λίμνη Άβυθος Αλάδωτος = αβάπτιστος Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου Αλαλιές = κουβέντες ανόητες Αλαμπρατσέτα = αγκαζέ Αλάργου = μακριά Αλάργου = μακριά από εδώ Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι Αλιάδα = σκορδαλιά Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα Αλίτουρας = αλιτήριος Αλιφασκιά = η φασκομηλιά Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη Αλωνάρης = Ιούλιος Αμά = κατόπιν, αργότερα Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα Αμπώνω = σπρώχνω Αναγκαιμένος = αδύνατος Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει Αναούλα = αηδία Αναπαμός = ανάπαυση Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού Άντζα = οι γάμπες Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα» Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια Ανώι = το πρώτο πάτωμα Ανώρως = νωρίς Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη Αξαίνω = μεγαλώνω Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί Απάκιο = απάνεμο μέρος Απιδιά = αχλαδιά Απιεντισά = αδιαφορία Απίθωσε = ακούμπησέ το Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος Απίκουπα = μπρούμυτα Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα Άπλερο = το πρόωρο παιδί Απλύ = το ρηχό πιάτο Από κουκί = « παρά τρίχα » Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν Αποκάθενε = κάτω από κάτι Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί Αποπαίρνω = κατσαδιάζω Απόπερα = διάτρητο Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο Άπραη = χωρίς πείρα Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου) Αργολαβία = ερωτοδουλειές Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία Αριβάρω = φτάνω Αρίδι = τρυπάνι Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί Ασπέτα = περίμενε Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια Ατακάρω = κάνω έφοδο Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό Ατσιντέντε = (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι Αφόντες = αφού Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες Αφριάστηκε = το φτέρνισμα Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ. Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά Βαθουλοκαρυκιασμένος = τα μάτια να έχουν μαύρους κύκλους και να είναι βαθιά στις κόχες Βαϊζω = γέρνω στη μια πλευράΒαϊλεύω = περιποιούμαι, παραχαϊδεύω κάποιον Βαλλάρω = το καλό σκάψιμο του κήπου Βαντάκια = τα στοιβαγμένα ρούχα Βαραμέντε = μα το ναι, μα την αλήθεια Βαρβατσουλιά = η μυρωδιά του προβάτου σε εποχή ζευγαρώματος Βαρδαλωνίζει = γυρίζει από δω κι από κει χωρίς λόγο Βαρδάσα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μεγέθους (Πουρνέλα) Βαρδιόλα = παρατηρητήριο, οχυρωμένο σε σημείο με ορατότητα Βαρειοκαταρούσα = οι κατάρες οι βαριές που έλεγαν οι γυναίκες Βασταγούρι = γάιδαρος Βαστάω = κρατάω σε κακουχίες, αντέχω Βατσίνα = το εμβόλιο Βατσουνιά = πολλοί βάτοι Βελάδα = μακρύ επίσημο παλτό Βελανίδα = οι αδένες που βρίσκονται κοντά στα γεννητικά όργανα Βελέσι = μακρύ φουστάνι ή φούστα Βέλο = το τούλι που καλύπτει το πρόσωπο και στηριζόταν στο καπέλο Βεντερούγα = ραχίτιδα, καμπούρα Βεραμέντε = αλήθεια Βερβέλες = ακαθαρσίες γίδας και προβάτου Βεργέτες = τα στρογγυλά σκουλαρίκια Βεργιά = παγίδα μικρών πουλιών Βέρσο = ο τρόπος που περπατάει Βέστα = παιδικό φόρεμα, ρόμπα Βετούλι = κατσίκι χρονιάρικο Βήσαλο = κεραμίδια σπασμένα Βιζικάντι = η εκδορά Βίζιτα = η επίσκεψη βιζιτάρω = επισκέπτομαι Βινάρια = η συγκέντρωση, η εμφιάλωση, η αποθήκευση του κρασιού Βλήτρα = τα βλίτα Βλιάζω = φωνάζω από πόνο Βλύχα = το γλυφό νερό που αναβλύζει στις ακτές Βολά = μια φορά Βολιάζω = πετροβολώ κάποιον Βολιός = συγκεντρωμένες πέτρες Βολύμι = μολύβι, βολυμόπενα, μολυβοπένα Βοστυλίδι = άσπρο σταφύλι που κάνει καλό κρασίΒούλωμα = τάπωμα βουρλίζομαι = τρελαίνομαι Βουρλίζομαι = (ιτ. burlare) δαιμονιζομαι, οργιζομαι, τρελένομαι Βούσκα = μαγιάτικα σύκα Βουτσί = κρασοβάρελο Βόχτα = βοήθεια Βριτσίλα = ο ερεθισμός του δέρματος Βροντάλι = η μαρκίζα Βροντοθέροι = διαδομένο αγριόχορτο Βρωμομαρία = έντομο που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά Βυζοπιάνω = η προσφορά γάλακτος σε μωρό από άλλη μητέρα Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνας Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι Γαλούφος = αυτός που κομπλιμεντάρει Γαμπάς = χοντρό παλτό Γαργαλικάω = το γαργάλημα Γαρδέλι = καρδερίνα Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία Γδες = κοίταξε Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το κατάπιασε (συνέλαβε) ημέρα γιορτής Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα Γιωμένος = οξυδωμένος, μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό Γλίδα = λίγδα, βρωμιά Γλίνα = γλιστερό μέρος Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος Γνούφα = άσχημη μυρωδιά Γουλί = βότσαλο Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα Γούργουρας = το λαρύγγι Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα Γρέτζο = ανώμαλη επιφάνεια Γρίνα = γκρίνια Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά Γρόμπος = το κομπόδεμα Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια Γρουμπανιά = γροθιά Γρούσπα = ρουφήχτρα | |
| | Δ | Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος Δειάφι = θειάφι Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης Δετόρος = ο γιατρός Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα Διαβατικού = περνώντας Διακονιάρης = ζητιάνος Διανεύομαι = παρατηρώ Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντάς το Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο Διασίδι = η κατασκευή, με το στιμόνι και το υφάδι στον αργαλειό Διάσονας = καλόγερος, κάλος Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο Διγκόνι = το δισέγγονο Δικάει = είναι αρκετό Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια Διολί = βιολί Διπλάρια = τα δίδυμα Δισπεράδος = απελπισμένος Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες Δομίζομαι = έτσι μου �ρχεται να κάνω κάτι Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι Δραγάτης = αγροφύλακας Δραγουμάνος = διερμηνέας Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες Δρωπίκι = το πύον Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές Εδαύτος = αυτός Εδεκεί = εκεί Εδεπά = εδώ Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι, πχ. ο σεισμός μας άφησε εδέτσι Εκειός και εφκειός = εκείνος Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ Εματα+� = ξανά.. Εματάκατσε = ξανακάθισε Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού Έντανε = να τα Έντηνε = να �τη Έντισοι = να τοι Έντοσις = να �τος Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε Ευκολαίνω = σε διευκολύνω Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο» Εφκείνη = αυτή Eφκειός = αυτός Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος Ζαβώνω = στραβώνω κάτι Ζαχαράτo = κουφέτο Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο Ζευγιά = έχω δύο ζευγές χωράφι, η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα Ζεύκι = την έκανα ζεύκι, έφαγα καλά Ζημαρίθρα = λαχανικό Ζήφτι = μουσκεμένο ζορκιά = γύμνια Ζόρκος = γυμνός Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια Ζουρλός = κουρλός, τρελός Ζυγούρι = μικρό πρόβατο Ζωντανά = τα ζώαΉβρεμα = το εύρημα Ήγδα = είδα Ήγλεπα = έβλεπα Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά Ήφερα = έφερα Θάγμα = το θαύμα Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω Θανατικός = αυτός που φανατίζεται Θανατούλιδες = τα καφέ μανιτάρια, τα δηλητηριώδη Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία Θέρμη = θερμόριο, πυρετός με ρίγη Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω Θολοπλέω = απλώς υπάρχω Θυατέρα = η κόρη θυλικωμένος = τυλιγμένος Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης, την έβγαλε στο ιγκάντο Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούσαν το σαμάρι στη ράχη του ζώου Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση Ιντονάδος = καλοντυμένος Ισακάτου = ευθεία κάτου Ισαπάνου = ευθεία πάνω Ισαπέρα = ευθεία πέρα ισούρτο = προσβολή, βρισιά Kοντογούνι = το κοντό παλτό [b]Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί Kοντραπάντο = (ιτ. contrabbando) λαθρεμπόριο Kόντυνε = μίκρυνε Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα Kορδομύγα = μικρό έντομο Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου Kότσια = το κουράγιο Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι Καβαλιεράτο = παράσημο Καβαλίνα = κοπριά Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο Κάβολε = κουνουπίδι καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά Καδίνα = αλυσίδα, καδένα Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης Καδινέλα = σανίδες οικοδομής Κάζο = συμβάν, γεγονός (κάζο που έπαθα = δουλεία που έπαθα- του �καμα ένα κάζο = του σκάρωσα μια δουλεία Κάζο = (ιτ. caso) περιστατικό, πάθημα, ατύχημα, ρεζίλι Καθήκλα = καρέκλα Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα Κακοθάνατος = σε κακά χάλια Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη Καλέστρα = έχω καλεσμένους Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλεία μου, μεταφ. Πάω χαμένος Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου») Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης Κάλπης = σκάρτος Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι Καμουτσίκι = μαστίγιο Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές Κανάβι = χοντρό σχοινί Κάνε = τουλάχιστον Κανείνε = κανείς Κάνια = αρπαχτικό πουλί Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο Κανούλι = σωλήνες, η κάνη μονόκανου όπλου Καντάρι = στατήρας Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο Καντάρω = τραγουδάω Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι, δλδ.. καθαρή και ωραία Καντούνι = το σοκάκι Καούνι = πεπόνι αρωματικό Κάουρας = κάβουρας Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα Καπέλο = το σκωτοπλέμονο του αρνιού Καπέτα = ανδρικό χτένισμα Καπέτα = φράντζα Καπίστρι = το χαλινάρι Καπονάρα = το κοτέτσι Καπόνι = τα ευνουχισμένα κοκόρια Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον Καπροδόντης = τα στραβά δόντια Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό Καράφλας = φαλακρός Καργάρω = γεμίζω Καρδοκαϊλα = η καϊλα του λαιμού Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταγώνιασμα των φυτών Κατακλείδια = σαγόνια κατακλίδι = σαγόνι Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί Καταπιόνας = οισοφάγος Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο Κατελώνει = βρωμάει Κατζέλο = (ιτ. cancello) ράφι, συρτάρι κατραπακιά = καρπαζιά Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την παραδοσιακή σκορδαλιά καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φυτιλιού Καφυρά = ιγμόρεια Κάψα = ζέστη Καψάλης = αναφέρεται στον ’γιο, ίσως επειδή τον έκαψαν Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα Κιάκιο = σπίρτο Κιάρινε = (ιτ. chiarire) καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός Κιντινάρι = (ιτ. centinaio) η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα Κλαδιές = κληματόβεργες Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού Κλαούνια = κλαψουρίσματα Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος Κογιονάρω = κοροϊδεύω Κογιόνι = κορόιδο Κοκκινογούλι = παντζάρι Κοκκινογούλι = παντζάρι Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια Κολάι = να βρούμε το τρόπο Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα Κολέας = σύντροφος Κολεϊδάτα = πάνε μαζί Κολοσούσα = η σουσουράδα Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά Κομεντόρο = (ιτ. pomodoro) ντομάτα κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι Κομπαρίρει = κατέφθασε Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ Κορέλι = χάντρα Κόστα = (ιτ. costa) ακτή Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού Κουγιάμπαλο = χαζός Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά Κούδα = βρακί Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά κούκαλο = κόκαλο Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών κούλουμο -κουλούμι = σωρός κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό κουμεντόρι = τομάτα Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια Κούπωμα = καπάκι Κουπώνω = σκεπάζω Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος Κουργιόζος = (ιτ. curioso) ο περίεργος Κουρλαίνω = τρελαίνω Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου Κούρτη = πέτρινος φράχτης Κούσαλο = ηλικιωμένος Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά Κουτάω = τολμάω Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική Κουτσούνες = κούκλες Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος Κοφίση = (αγγλ. stockfish) παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε Κρεπάρω = σκάω Κρισσάρα = η σήτα Κρούω = βρωμάω Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα Κυβούρι = τάφος Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω |
| |
| | |
|